- βήσομαι
- βαίνωwalkaor subj mid 1st sg (epic)βαίνωwalkfut ind mid 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βήσομ' — βήσομαι , βαίνω walk aor subj mid 1st sg (epic) βήσομαι , βαίνω walk fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαίνω — (AM βαίνω) προχωρώ νεοελλ. εξελίσσομαι, φέρομαι («βαίνει προς βελτίωσιν») αρχ. μσν. βαδίζω, περπατώ μσν. 1. περνώ, διαβαίνω 2. προπορεύομαι αρχ. Ι. 1. ανεβαίνω («ἐπὶ νηός ἔβαινεν», «ἐφ ἵππων βάντες», «ἐπί πῶλον βεβῶσα», «βήσασθαι δίφρον») 2.… … Dictionary of Greek
φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… … Dictionary of Greek
gʷā-, gʷem- — gʷā , gʷem English meaning: to go, come Deutsche Übersetzung: “gehen, kommen; zur Welt kommen, geboren werden” Note: Root gʷü , gʷem : “to go, come” from zero grade of Root aĝ (*heĝ ): “to lead, *drive cattle”. Material:… … Proto-Indo-European etymological dictionary